- προκαθιερώ
- -όω, ΜΑαφιερώνω εκ τών προτέρων («οἱ καλλίνικοι μάρτυρες οἱ τὰς ψυχὰς θεῷ καθιερώσαντες, εἶτα καὶ τὰ σώματα θύσαντες», Κωνστ. Διάκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + καθιερῶ «αφιερώνω κάτι σε θεό, καθιστώ κάτι ως ιερό»].
Dictionary of Greek. 2013.